τϊθαίνομαι
Look at other dictionaries:
τιθαίνομαι — Α τρέφω κάποιον ως τροφός, θηλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός». Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. ἐτιθήνατο] … Dictionary of Greek
τιθαίνομαι — Α τρέφω κάποιον ως τροφός, θηλάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός». Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. ἐτιθήνατο] … Dictionary of Greek